Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

το νέφος

  • 1 облако

    облак||о
    с
    1. τό σύννεφο, τό νέφος:
    грозовое \облако ὁ μελανιάς· дождевые \облакоа τά σύννεφα τής βροχής· перистые \облакоа οἱ θύσανοι· кучевые \облакоа οἱ σωρείτες· слоистые \облакоа τά στρωματοειδῆ νέφη· покрываться \облакоами σκεπάζομαι ἀπό σύννεφα, συννεφιάζω·
    2. (клубы) τό σύννεφο, τό νέφος:
    \облакоа́ пыли νέφη κονιορτοῦ, τά σύννεφα σκόνης· \облако дыма τό σύννεφο καπνοῦ·
    3. черен, (тень, след) ἡ σκιά, τό νέφος:
    по лицу́ ее пробежало \облако гру́-сти τό πρόσωπο της τό συννέφιασε ἡ θλίψη· ◊ витать в \облакоах ἀεροβατῶ, περπατώ στά σύννεφα.

    Русско-новогреческий словарь > облако

  • 2 облако

    облако с το σύννεφο, το νέφος
    * * *
    с
    το σύννεφο, το νέφος

    Русско-греческий словарь > облако

  • 3 туча

    туча ж το σύννεφο, το νέφος
    * * *
    ж
    το σύννεφο, το νέφος

    Русско-греческий словарь > туча

  • 4 туча

    θ.
    1. σύννεφο, νεφέλη (συνήθως σκοτεινό, βροχοφόρο). || πλήθος, στίφος•

    туча саранчи σύννεφο ακρίδας•

    туча комаров σύννεφο κουνουπιών.

    || μάζα λεπτότατων σωμάτων, νέφος•

    туча пыли σύννεφο σκόνης•

    туча дыма σύννεφο καπνού.

    2. μτφ. σκυθρωπότητα, κατήφεια• νέφος θλίψης, ζόφος ψυχής•

    мрачная туча на его душе ζόφο ψυχής έχει αυτός•

    смотреть -ей κοιτάζω σκυθρωπά.

    εκφρ.
    туча -ей – στεγνή μελαγχολία•
    спустились или собрались -и над кем-чем – επισωρεύτηκαν κίνδυνοι σε κάποιον, σε κάτι.

    Большой русско-греческий словарь > туча

  • 5 марево

    1. (тёплые испарения от земли в жаркую погоду) η αχλύς, η καταχνιά, το νέφος 2. (мираж) η οφθαλμαπάτη, η ψευδαίσθηση (λόγω θερμότητας).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > марево

  • 6 смог

    το νέφος (των πόλεων).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > смог

  • 7 туча

    το νέφος
    το σύννεφο

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > туча

  • 8 дождевой

    дождев||ой
    прил βρόχινος, βρόχειος, δμβριος, τῆς βροχής:
    \дождевойая вода τό βρόχινο νερό, τό νερό τῆς βροχῆς· \дождевойая капля ἡ σταγόνα βροχής· \дождевойая туча τό σύννεφο τῆς βροχής, νέφος ὀμβροφόρο· \дождевой зонт ἡ ὀμπρέλλα, τό ἀλεξιβρόχιο.

    Русско-новогреческий словарь > дождевой

  • 9 туча

    ту́ч||а
    ж
    1. τό σύννεφο[ν], τό νέφος:
    грозовая \туча τό μαϋρο σύννεφο·
    2. (множество) τό σύννεφο, τό στίφος:
    \туча пыли τό σύννεφο σκόνης· му́хи летали \тучаами οἱ μῦγες πετούσανε σύννεφο· ◊ смотреть \тучаей εἶμαι σκυθρωπός, βαρύθυμος· ходит \тучату́чей εἶναι κατσοιχριασμένος.

    Русско-новогреческий словарь > туча

  • 10 облако

    -а,. πλθ. -а, -ов ουδ.
    1. σύννεφο, νέφος, νεφέλη•

    перистые -а οι θύσανοι•

    кучевые -а οι σωρείτες•

    слойстые -а τα στρώματα•

    дождевые -а βροχοφόρα σύννεφα•

    грозовые -а κεραυνοφόρα σύννεφα•

    -а пыли σύννεφα σκόνης.

    2. μτφ. σκιά•

    по лицу е пробежало облако στο πρόσωπο της πέρασε μια σκιά.

    εκφρ.
    под -а; под -ами; до -ов – κοντά στα σύννεφα (πολύ ψηλά)•
    быть ή витать в -ах ή уноситься в -а – ονειροπολώ, ζω στα σύννεφα, νεφελοβατώ, αεροβατώ, αιθεροβατώ, φαντασιοκοπώ.

    Большой русско-греческий словарь > облако

См. также в других словарях:

  • νέφος — cloud neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νέφος — I (Αστρον.). Σμήνος λεπτότατων υδροσταγονιδίων ή παγοκρυστάλλων, που σχηματίζονται στην τροπόσφαιρα, σε ύψη μεταξύ 500 και 12.000 μ. Τα ν. σχηματίζονται λόγω συμπύκνωσης (υδροσταγονίδια) ή στερεοποίησης (παγοκρύσταλλοι) της ατμοσφαιρικής υγρασίας …   Dictionary of Greek

  • Νέφος μελάντερον ἠύτε πίσσα. — См. Как смоль черный …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • νέφος — το ους, νεφέλη, σύννεφο: Που ανεβαίνει στα νέφη απ τα πέλαγα, και απ τα νέφη στους κάμπους σταλάζει (Δροσίνης) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αστρικό νέφος — Πυκνή συγκέντρωση αστέρων, που βρίσκονται κυρίως στη διεύθυνση της μεγαλύτερης κατανομής, δηλαδή στον πυρήνα του τοπικού Γαλαξία αλλά και κατά μήκος των βραχιόνων του. Τα α.ν. φαίνονται και με γυμνό μάτι, εκτείνονται σε πάρα πολύ μεγάλες… …   Dictionary of Greek

  • νέφει — νέφος cloud neut nom/voc/acc dual (attic epic) νέφεϊ , νέφος cloud neut dat sg (epic ionic) νέφος cloud neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νέφη — νέφος cloud neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) νέφος cloud neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεφέεσσι — νέφος cloud neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεφέεσσιν — νέφος cloud neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεφέων — νέφος cloud neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεφῶν — νέφος cloud neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»